φιλογένεσις

φιλογένεσις
-έσεως, ἡ, Α
(φιλοσ.) (στον Πλωτ. και ως επίθ. τής οὐσίας) αυτή που τείνει προς τη γένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γένεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”